- τευχοπλάστις
- τευχοπλάστις, ιδος, ἡ,A making vessels,
παρθένος Lyc.1379
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρθένος Lyc.1379
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τευχοπλάστις — ιδος, ἡ, Α αυτή που κατασκευάζει αγγεία («τευχοπλάστιν παρθένον», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + πλάστις, θηλ. τού πλάστης (< πλάσσω)] … Dictionary of Greek
τευχοπλάστιν — τευχοπλάστις making vessels fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)